αρνησικυρία

αρνησικυρία
η
αλλιώς βέτο, το (λ. λατιν.)
1. το δικαίωμα του αρχηγού του κράτους να αρνηθεί την επικύρωση νόμου: Ο πρόεδρος της δημοκρατίας δήλωσε πως θα κάνει χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας, αν ψηφιστεί ένας τέτοιος νόμος.
2. το δικαίωμα ορισμένων μεγάλων δυνάμεων να αντιταχθούν, στους διεθνείς οργανισμούς, σε αποφάσεις που πάρθηκαν από την πλειοψηφία: Στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ η Ρωσία πρόβαλε βέτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρνησικυρία — η το έννομο δικαίωμα άρνησης της εγκυρότητας του νόμου από τον αρχηγό του κράτους, η άρνηση επικύρωσης ή έγκρισης μιας απόφασης ή πρότασης, το βέτο (διεθνής όρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις ( η) + κυρία «εξουσία, δύναμη, κυριαρχία» < κύριος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek

  • δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • βέτο — το (λ. λατ. = απαγορεύω), η εξουσία που έχει κάποιος σε μια ομάδα ανθρώπων να δέχεται ή να ακυρώνει τις αποφάσεις των άλλων ή την εφαρμογή ενός νόμου, η αρνησικυρία: Η μητέρα μου πάντα προβάλλει βέτο στις σοβαρές αποφάσεις του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”